- κατασκιώ
- κατασκιῶ, -άω (Α) [κατάσκιος](ποιητ. τ.) βλ. κατασκιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασκίῳ — κατάσκιος shaded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκιάζω — (AM κατασκιάζω, Α και κατασκιῶ, άω) [κατάσκιος] καλύπτω τελείως με σκιά, κατακαλύπτω νεοελλ. παθ. κατασκιάζομαι καλύπτομαι εξ ολοκλήρου από σκιά, αμαυρώνομαι αρχ. 1. επισκιάζω 2. θάπτω … Dictionary of Greek